Ταξιάρχης και Κεράσοβο 2014


Ένα σημαντικό κίνητρο για να γράψω αυτό το κείμενο είναι η προσπάθειά μου να επανορθώσω, όταν στο τέλος της χορευτικής μου παρουσίασης στο διάδρομο του σχολείου του χωριού, ενώ ήθελα ν'απευθυνθώ στο κοινό, όλοι συντοπίτες, η συγκίνηση είχε καταλάβει τόσο τη μιλιά μου που δεν μπορούσα να πω τίποτε άλλο παρά ευχαριστώ!

Πηγαίνοντας στην Αγία Παρασκευή από το 2012, έζησα στην καθημερινή επαφή, στο γλέντι, στη χαρά, στο τυχαίο συναπάντημα, στη διαφωνία ή στη σύγκρουση, αυτό που από παιδί προσλάμβανα ως επιθυμητή Ελλάδα, ένας τόπος για τον οποίο αξίζει να ζήσεις και να μοχθήσεις, να αγαπήσεις, να επενδύσεις. Έννοια που από τη μία μού μεταδόθηκε από το οικογενειακό μου περιβάλλον και από την άλλη την έπλασα και φαντάστηκα εγώ ο ίδιος, όντας ακόμα ανήλικος. Έτσι λοιπόν σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της ζωής του, όσες τουλάχιστον πρόλαβα να ζήσω στις 2 επισκέψεις μου, το χωριό Κεράσοβο ήτανε κάτι παραπάνω από "το δικό μου χωριό". Ο λόγος είναι ότι μερικές συγκυρίες συνταίριαξαν ώστε να το αισθάνομαι ως το φυσικό μου χώρο και ως χώρο εννοώ τον τόπο που από κοινού δημιουργούν και εμπνέουν οι άνθρωποι και όχι το γεωγραφικό φυσικό ή τεχνητό πλαίσιο. Από τη μια η καταγωγή μου από περιβάλλον σε επαφή με την κτηνοτροφία (από τσοπαναραίους, όπως λέμε) , τη ρητινοσυλλογή και την κατασκευή οικοδομών και απ'την άλλη το παρόν μου με κλίση στην τέχνη, το χορό και τη μουσική, ως επάγγελμα και ως τρόπο ζωής, ταυτίζονται με την ταυτότητα του χωριού αυτού! Φυσικά υπάρχουν και άλλα μέρη στην Ελλάδα και στην υφήλιο που είναι αγροκτηνοτροφικά. Τί κάνει όμως το Κεράσοβο τόσο αγαπητό; Κι εδώ πλησιάζω στο νόημα που εισπράττω εγώ απ'αυτόν τον τόπο.

Θεωρώ ότι κάθε άτομο καθώς και κάθε κοινωνία, δίνει μια ιδιαίτερη απάντηση στο θέμα του θανάτου, της θνητότητας, του νοήματος ή του μη-νοήματος της ζωής. Είναι αυτή η απάντηση που το χαρακτηρίζει και δίνει τις διαφορετικές σε κάθε περίπτωση εκφάνσεις και προϊόντα. Το Κεράσοβο λοιπόν, απαντά με γλέντι. Απαντά με συνεστίαση, με τραγούδι, χορό, ευγένεια υποδοχής, εναγκαλισμό, ευαισθησία, ενδιαφέρον, ανθρωπιά. Φυσικά υπάρχουν και οι συγκρούσεις, η απελπισία και άλλα πολλά. Με τη διαφορά όμως ότι δεν κυριαρχούν, δεν προβάλλονται αυτά σαν χαρακτηριστικά ταυτότητας. Η ευκολία και αφθονία με την οποία βγαίνει από το στόμα πολλών ντόπιων το τραγούδι, είναι ένα από τα υπέροχα στοιχεία του χωριού. Όπως και η χαρά να καθίσουμε μαζί και "να σε κεράσω κάτι" ή να συζητήσουμε για να γνωριστούμε καλύτερα με ανοιχτό και πρόσφορο πάντα το παράθυρο προς μια συζήτηση ποιότητας. Και γενικά αποπνέεται αυτό που εγώ ονομάζω "αδράχνω τη στιγμή"…

"Κάτσε Ταξιάρχη, τί θα πιεις; Να σου πω μιαν ιστορία;" κι ευθύς ξεκινά ένας σκοπός ή αμανές, στην αρχή ψιθυριστά κι έπειτα πιο έντονα, ανάλογα το πως το σηκώνει η στιγμή, για τον ορφανό, την όμορφη, το μνήμα, τους Τούρκους, τον λεβέντη και όποια άλλη ανησυχία μπορεί νά'χει ανασκαλέψει το συνειδητό/ασυνείδητο εκείνη την ημέρα! Τραγούδια αιωνόβια δημοτικά, προσωπικές συνθέσεις ή νεότερα λαϊκά. Ο λόγος φέρεται με το τραγούδι και το τραγούδι μαρτυρά τις σκέψεις, τις προθέσεις και προτιμήσεις. Στο δρόμο, το καφενείο, την επιστροφή στο σπίτι, με παρέα ή όχι, μουρμουρώντας ή κραυγάζοντας. Η ζωή είναι τραγούδι, η τέχνη δεν είναι διαχωρισμένη απ'τη ζωή και ο μερακλής έχει θέση στην κοινωνία και το ζητωκραυγάζει. Νά'ναι καλά ο κύριος Μανέκας, απ'τους πρωτεργάτες τέτοιας γενναιοδωρίας στο χωριό. Αλλά και πάλι, τα άτομα μπορούν και εκφράζονται επειδή η κοινωνία τους το επιτρέπει και τους προτρέπει ενδεχομένως.

Την άλλη φορά, έπιασε τ'αυτί μου δύο κυρίες να συζητούν παραδίπλα: "… Πέρασα καλή ζωή εγώ από μικρή." Στα πλαίσια των σύγχρονων προτύπων μας μπορούμε ευθύς να μαντέψουμε: είτε θα είχε λεφτά, είτε θα την περιποιήθηκαν οι γονείς της, θα καλοπαντρεύτηκε έπειτα κάποιον πλούσιο, μπορεί να δούλεψε εύκολα και στο δημόσιο, θα είχε ανέσεις, παιδιά "τακτοποιημένα" κλπ. και συνέχιζε: "Είχα γονείς κι αδέρφια μερακλήδες, που τραγουδούσαν πολύ! Και κελαηδούσε μέσα το σπίτι μέρα-νύχτα. Δεν μπορώ να πω, τραγούδησα κι εγώ…[…]". Δεν είναι τα λεφτά ούτε η δόξα ούτε κάποια άλλη ματαιοδοξία. Είναι το γλέντι η αξία, η μουσική, το τραγούδι, το μεράκι, η αγάπη αλλά και η επικοινωνία, γιατί γλέντι μόνος σου δε γίνεται. Ακόμα και η εργασία, ως πρωτεύουσα αξία των ελληνικών γενεών από το 40 έως και τη δεκαετία του 60, δεν διατυπώθηκε στο συλλογισμό της. Δε σημαίνει βέβαια και ότι αγνοήθηκε, για μένα εννοείται εφόσον γεννηθήκαμε σ'αυτό το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο, και είναι εύκολα ορατό στην κορμοστασιά ενός ατόμου. Για τους ανθρώπους του χωριού όμως, το μέσο είναι το τραγούδι (κι εννοώ, για να μη πλατειάζω, ότι συνεπάγεται το γλέντι, η συνεύρεση, η μουσική , ο χορός κλπ) και η ομορφιά είναι ο σκοπός. Και για όσους φυσικά γνωρίζουν, αν θέλει κόπο και φροντίδα να γίνει ένα έργο, άλλο τόσο θέλει, αν όχι περισσότερο, για να γίνει όμορφο.

Ακόμα μια αρετή που πλημμυρίζει το χωριό είναι η εκτίμηση της φυσικότητας και ανθρωπιάς που οφείλει να έχει οποιαδήποτε συνεστίαση μετα-μουσικής. Δεν είναι δυνατόν να ξεχάσω την "τελετή-βάπτισμα" εισόδου μου στην κοινότητα του χωριού με τον Γιάννη Ντακοβάνο στον ρόλο του προσκλητή-μάγου-καταφερτζή κι ένας άλλος κύριος (να με συγχωρούν οι χωριανοί που δε θυμάμαι τα ονόματά τους) στο ρόλο του οικοδεσπότη. Έγιναν όλα με τόση φροντίδα ώστε ο καθένας να τραγουδά με την ψυχή του και με όλους μαζί ταυτόχρονα, ώστε οι 3 γίναν πέντε και οι πέντε οχτώ και δέκα. Οι δέκα δε, με τη συνδρομή μάλιστα του Θανάση Τζίνα, έγιναν σίγουρα ζηλευτοί από άλλους τόσους γειτόνους κλπ. Η παρέα αυτή δέθηκε σε μία βραδιά, σα να περάσαν χρόνια εμπειριών κι εγώ με τη σειρά μου δέθηκα με τον τόπο αυτόν, σαν να μου υποσχέθηκε ότι "εδώ υπάρχουν άνθρωποι να επικοινωνήσεις".

Όλη αυτή η κατάσταση, τα παραδοσιακά γλέντια με τα κλαρίνα (μαζί με ακκορντεόν, λαούτο, ντέφι και βιολί, για να μην αδικούμε τους υπόλοιπους συναδέλφους), ο χορός σε παραδοσιακές δομές, με γέμισαν με δονήσεις και ερωτηματικά για τη δική μου τοποθέτηση ως καλλιτέχνη. Οι μελωδικές κραυγές του τραγουδιού των ντόπιων με όπλισε με πείσμα, οι γεωμετρικές γραμμές του σχολείου με φόντο το ρυθμό του φυσικού τοπίου έγιναν το πλαίσιο, το κάλεσμα. Κι έτσι έκανα τη μικρή μου προσωπική παρουσίαση σύγχρονου χορού στο διάδρομο του σχολείου (άλλοτε), δύο μέρες μετά τον δεκαπενταύγουστο. Για μένα στην αρχή ήταν μια καλή αφορμή να ξεκινήσω μια παρουσίαση που θα πρέπει να κάνω στο Παρίσι στο τέλος του Νοέμβρη. Στην ουσία όμως, ξεκίνησε ένα νέο πρότζεκτ. Πιθανός τίτλος "η Κραυγή", γοερή ή δυνατή, κάθε παιδιού που περιμένει να κάνει πραγματικότητα το όνειρο που ακόμα δεν έχει διαμορφωθεί, κάθε παιδιού που ανυπομονεί να μεγαλώσει και βάλλεται αλλά και διαμορφώνεται από τις συνθήκες. Κραυγή για τους τοίχους που δε μας χωράνε, για τους χώρους που μέσα τους αγαπάμε, και ιδιαίτερα τους δημόσιους-συλλογικούς χώρους. Κραυγή για το σχολείο που αδικεί και αδικείται, το συλλογικό που δεν μπορεί να tο κάνει καλύτερο μόνο του ένα άτομο, για το "μαζί" που παραπετάται κι ενώ είναι αγαπητό, υποβιβάζεται. Τον φόβο που προέρχεται ή υπαινίσσεται από την ομάδα και που καταπιέζει.

Βέβαια, δεν είναι εύκολο να είσαι Κερασοβίτης. Η παρουσία μου σε ένα κάλεσμα ενημέρωσης για θέματα που αφορούν την κοινότητα το απέδειξε περίτρανα. Τα συμφέροντα των ανθρώπων διαφορετικά, μερικές φορές αντικρουόμενα. Το πλαίσιο, ενός χωριού της βόρειας παραμεθορίου με φθίνοντα αριθμό μόνιμων κατοίκων, πολύ προκλητικό. Το λίγο ευρύτερο πλαίσιο όμως, ενός σύγχρονου "πολιτισμού", νεο-καπιταλιστικού, που όχι μόνο θέλει να επιβάλει την κατανάλωση, αλλά επιδιώκει να ελέγχει και τις προτιμήσεις, που προτιμά να ομοιογενοποιεί τον πληθυσμό για να μπορεί να ελέγχει και να προβλέπει την αγορά, είναι αν μη τι άλλο, αδυσώπητο. Επίσης, στον σύγχρονο πολιτισμό μας το να είναι κάποιος σκεφτόμενος είναι όχι μόνο καταστροφή αλλά και ιεροσυλία. Ο χρόνος αντίδρασης ελάχιστος οπότε σιγά-σιγά όλο και πιο αυτοματοποιημένος. Οι μικρομηχανές (gadgets) φτιαγμένες να μας κρατούν απασχολημένους. Στην εποχή μας χαρακτηρίζεται κάποιος τουλάχιστον γραφικός, αν όχι ελαφρόμυαλος, αν το τραγούδι βγαίνει από μέσα του σαν το σάλιο. Δεν μετράς τίποτα αν δε βγάζεις λεφτά με οποιοδήποτε κόστος.

Μέσα σ'αυτό το πλαίσιο, όπου ο "πολιτισμός" είτε επιβάλλεται με πόλεμο είτε εισχωρεί μέσω της αγοράς όπως στην Ελλάδα (μεταπολεμική εποχή) ή σε τριτοκοσμικές χώρες (κι αυτή η ίδια η κατηγοριοποίηση δεν ισχύει, είναι προϊόν των ισχυρών-ανελέητων και "ανεπτυγμένων" χωρών του δυτικού κόσμου), το Κεράσοβο και η Φύση που το περιβάλει, είναι ένα λουλούδι. Κι όσο είναι υπέροχο, τόσο είναι και ευαίσθητο.

Θυμάμαι ακόμα στην σύντομη δημόσια αναφορά ενός συγχωριανού* στη γιορτή του Συλλόγου Αδελφότητας του Κεράσοβου-Αγίας Παρασκευής που ανέφερε κάποια στιγμή "[…]να πάμε μαζί μπροστά". Η αναφορά του αυτή έκανε εντύπωση καθότι έγινε σε στιγμή ανάδειξης θεμάτων της πολιτιστικής κληρονομιάς της κοινότητας. Κι όμως κάποιος έκανε λόγο για το μέλλον. Σκέφτηκα αμέσως πως μείζον ζήτημα για έναν τόπο σαν κι αυτόν είναι απ'τη μια η διατήρηση και ανάδειξη των ωραίων της αξιών και ταυτόχρονα η ανάγκη για κινητικότητα, συμπόρευση με τις τρέχουσες ανάγκες και συνθήκες. Ο μόνος τρόπος/δρόμος που προτείνω και έχω προσωπικά, βρισκόμενος σε οποιοδήποτε κοινωνικό πλαίσιο, χωριό ή πόλη, Ελλάδα ή εξωτερικό, είναι η κατασκευή (ή επεξεργασία) νοημάτων ή σημασιών αρκετά ανθεκτικών, με τα οποία οι άνθρωποι θα μπορούν να ασχοληθούν, δεδομένου βέβαια ότι όλες οι άλλες παραδοσιακές σημασίες παραδίδονται στη λαίλαπα που αναφέρθηκε πιο πάνω. Μία απ'αυτές τις σημασίες είναι η τέχνη, το γλέντι (περιλαμβάνει και την ανθρώπινη ευαισθησία, πρόσληψη και δράση), η σωματική άσκηση-αθλήματα, οι συνεταιρισμοί κοινής ωφέλειας, η έννοια της συλλογικότητας που τόσο ωραία υπερασπίζεται στο Κεράσοβο, κατ'αρχήν από τους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους και κατά δεύτερον από το μουσείο παραδοσιακών αντικειμένων και την έκθεση φωτογραφίας του Συλλόγου Αδελφότητας. Φυσικά μπορούν να προστεθούν κι άλλα στη λίστα.

Τελειώνοντας, θά'θελα να ευχαριστήσω τον Δημήτρη Τέλλη για την απλόχερη υποστήριξή του στα καλλιτεχνικά μου (και της ομάδας μας) σχέδια στο Κεράσοβο και την εγκάρδια ανάληψη του χρέους του να προσφέρει στην κοινότητα όντας στη διττή θέση: από τη μία συγχωριανός, ντόπιος και απ'την άλλη άνθρωπος με γνώση, φαντασία και μόρφωση, παρατηρητής εκ των έξω. Είναι ένας δυναμικός συνδυασμός που χρειάζεται κάθε μέρος του κόσμου.

Εύχομαι λοιπόν να ξαναδώ τους Κερασοβίτες στον μαγικό αυτό τόπο καταγωγής τους και να εργαστώ κοντά τους. Δεν μπορώ να πω βέβαια ότι μου έχουν λείψει κι'όλας: Σε μακρόστενα πεζούλια τις απογευματινές - κατά το σούρουπο - ώρες, τα πηγαδάκια των μεσήλικων και ηλικιωμένων γυναικών που καθώς ξεμάκραινα ξανάσερναν το τραγούδι, αντί μισητών κουτσομπολιών, μου κρατάν ακόμα συντροφιά.

Αδελφικά, Ταξιάρχης Βασιλάκος


*Αργότερα, όταν στο χορό παρότρυνε με τρόπο ιδιαίτερα γενναιόδωρο όλους τους πρωτοχορευτές να εκφραστούν το δυνατόν πιο ελεύθερα, έμαθα ότι τον λεν Γιάννη Γιαννούλα.





















No comments: